άφθα

άφθα
Εκδήλωση φλεγμονής, που συνήθως εντοπίζεται στη γλώσσα και γενικά στο βλεννογόνο του στόματος. Οι ά. είναι εξελκώσεις στρογγυλωπές, μεγέθους φακής, χρώματος λευκόφαιου, επώδυνες ιδιαίτερα κατά τη μάσηση. Προκαλούνται από ιογενείς λοιμώξεις σε άτομα που πάσχουν από ανεπάρκεια κάποιας βιταμίνης. Η θεραπευτική αγωγή συνίσταται στη χορήγηση αντιβιοτικών, βιταμινών και τοπικών αντισηπτικών. ά. επιζωοτική. Λοιμώδης νόσος, υψηλής μεταδοτικότητας· προσβάλλει κυρίως μηρυκαστικά κατοικίδια και τους χοίρους, αλλά μερικές φορές μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο. Στις βαριές μορφές της νόσου το ποσοστό θνησιμότητας φτάνει το 25-30%.
* * *
και άφτρα, η (AM ἄφθα, Μ και ἄφθρα)
αβαθής και επώδυνη έλκωση του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός της λέξεως με το ρ. άπτω αποτελεί πιθ. παρετυμολογ'ια. Το νεοελλ. άφτρα < μσν. άφθρα < αρχ. άφθα. Ο τ. άφθα έχει εισαχθεί και στην ξένη επιστημονική ορολογία (πρβλ. νεολατιν. aphtha)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἄφθα — ἄφθᾱ , ἄφθα an infantile disease fem nom/voc/acc dual ἄφθᾱ , ἄφθα an infantile disease fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄ̱φθᾱ , ἀφθάω suffer from imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄφθᾱ , ἀφθάω suffer from pres imperat act 2nd sg ἄφθᾱ , ἀφθάω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άφθα — άφθα, η και άφτρα, η (ιατρ.), πάθηση του στόματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφθᾷ — ἀφθάω suffer from pres subj mp 2nd sg ἀφθάω suffer from pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) ἀφθάω suffer from pres subj act 3rd sg ἀφθάω suffer from pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφθας — ἄφθᾱς , ἄφθα an infantile disease fem acc pl ἄφθᾱς , ἄφθα an infantile disease fem gen sg (doric aeolic) ἄ̱φθᾱς , ἀφθάω suffer from imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἄφθᾱς , ἀφθάω suffer from imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφθαν — ἄφθᾱν , ἄφθα an infantile disease fem acc sg (doric aeolic) ἄ̱φθᾱν , ἀφθάω suffer from imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱φθᾱν , ἀφθάω suffer from imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἄφθᾱν , ἀφθάω suffer from imperf ind act 3rd pl (doric …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅφθας — ἅφθᾱς , ἅφθα fem acc pl ἅφθᾱς , ἅφθα fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφθαι — ἄφθα an infantile disease fem nom/voc pl ἄφθᾱͅ , ἄφθα an infantile disease fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθῶν — ἄφθα an infantile disease fem gen pl ἀφθάω suffer from pres part act masc voc sg ἀφθάω suffer from pres part act neut nom/voc/acc sg ἀφθάω suffer from pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀφθάω suffer from pres part act masc nom sg (attic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφθαις — ἄφθα an infantile disease fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφθης — ἄφθα an infantile disease fem gen sg (attic epic ionic) ἄ̱φθης , ἀφθάω suffer from imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἄ̱φθης , ἀφθάω suffer from imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἄ̱φθης , ἀφθάω suffer from imperf ind act 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”